κατασυντρίβω — κατασύντριψα, κατασυντρίφτηκα, κατασυντριμμένος 1. συντρίβω κάτι εντελώς, καταθρυμματίζω: Με τη βαριά κατασύντριψε την πλάκα. 2. κατανικώ, εξολοθρεύω: Κατασυντρίφτηκε ο εχθρός. 3. καταλυπώ: Είναι κατασυντριμμένος από το θάνατο του αδελφού του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαταθλώ — άω, Α κατασυντρίβω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθλῶ (Ι) «κατασυντρίβω, σπάζω»] … Dictionary of Greek
ακατασύντριπτος — η, ο [κατασυντρίβω] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συντρίψει ή να εξοντώσει … Dictionary of Greek
διαθλίβω — (Α διαβλίβω) [θλίβω] συντρίβω, συνθλίβω αρχ. κατασυντρίβω … Dictionary of Greek
διαθλώ — (I) (Α διαθλῶ, άω) [θλώ] 1. σπάζω σε δύο μέρη, χωρίζω στα δύο 2. κατασυντρίβω 3. διαπερνώ, διασχίζω 4. φυσ. προκαλώ διάθλαση φωτεινής ακτίνας 5. ιατρ. συμπιέζω ζουλώ, συνθλίβω αρχ. θρυμματίζω. (II) (Α διαθλῶ, έω) [αθλώ] 1. αγωνίζομαι απεγνωσμένα… … Dictionary of Greek
διαθρύπτω — (AM) [θρύπτω] 1. καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα 2. (για ψωμί) διανέμω σε τεμάχια αρχ. 1. κολακεύω 2. μέσ. διαθρύπτομαι κορδώνομαι, καμαρώνω, κολακεύομαι 3. παθ. διαφθείρομαι από κολακείες, χλιδή κ.λπ … Dictionary of Greek
διαρραίω — (Α) 1. κατατεμαχίζω 2. κατασυντρίβω, αφανίζω … Dictionary of Greek
εκθρύπω — ἐκθρύπτω (Μ) κατατρίβω, κατασυντρίβω … Dictionary of Greek
εκτρίβω — (AM ἐκτρίβω) 1. βγάζω ή παράγω κάτι με ισχυρό τρίψιμο 2. τρίβοντας αποβάλλω κάτι από μια επιφάνεια, καθαρίζω με τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω αρχ. 1. παροξύνω 2. κατασυντρίβω, εξαφανίζω εντελώς 3. φθείρω, κατατρίβω 4. φθείρω με την τριβή, ξεφλουδίζω … Dictionary of Greek
εξάγνυμι — ἐξάγνυμι (Α) [άγνυμι] κατασυντρίβω («ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ» σαν λιοντάρι που χυμάει στα βόδια και συντρίβει τελείως τον αυχένα, Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek