κατασυντρίβω

κατασυντρίβω
(Μ κατασυντρίβω)
1. συντρίβω κάτι εντελώς, μεταβάλλω σε συντρίμμια, κάνω θρύψαλα
2. μτφ. α) κατανικώ, εξοντώνω, εξολοθρεύω
β) χτυπώ κάποιον κατάκαρδα, σπαράζω την καρδιά κάποιου, προξενώ μεγάλη ψυχική οδύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατασυντρίβω — κατασύντριψα, κατασυντρίφτηκα, κατασυντριμμένος 1. συντρίβω κάτι εντελώς, καταθρυμματίζω: Με τη βαριά κατασύντριψε την πλάκα. 2. κατανικώ, εξολοθρεύω: Κατασυντρίφτηκε ο εχθρός. 3. καταλυπώ: Είναι κατασυντριμμένος από το θάνατο του αδελφού του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκαταθλώ — άω, Α κατασυντρίβω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταθλῶ (Ι) «κατασυντρίβω, σπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ακατασύντριπτος — η, ο [κατασυντρίβω] εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συντρίψει ή να εξοντώσει …   Dictionary of Greek

  • διαθλίβω — (Α διαβλίβω) [θλίβω] συντρίβω, συνθλίβω αρχ. κατασυντρίβω …   Dictionary of Greek

  • διαθλώ — (I) (Α διαθλῶ, άω) [θλώ] 1. σπάζω σε δύο μέρη, χωρίζω στα δύο 2. κατασυντρίβω 3. διαπερνώ, διασχίζω 4. φυσ. προκαλώ διάθλαση φωτεινής ακτίνας 5. ιατρ. συμπιέζω ζουλώ, συνθλίβω αρχ. θρυμματίζω. (II) (Α διαθλῶ, έω) [αθλώ] 1. αγωνίζομαι απεγνωσμένα… …   Dictionary of Greek

  • διαθρύπτω — (AM) [θρύπτω] 1. καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα 2. (για ψωμί) διανέμω σε τεμάχια αρχ. 1. κολακεύω 2. μέσ. διαθρύπτομαι κορδώνομαι, καμαρώνω, κολακεύομαι 3. παθ. διαφθείρομαι από κολακείες, χλιδή κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • διαρραίω — (Α) 1. κατατεμαχίζω 2. κατασυντρίβω, αφανίζω …   Dictionary of Greek

  • εκθρύπω — ἐκθρύπτω (Μ) κατατρίβω, κατασυντρίβω …   Dictionary of Greek

  • εκτρίβω — (AM ἐκτρίβω) 1. βγάζω ή παράγω κάτι με ισχυρό τρίψιμο 2. τρίβοντας αποβάλλω κάτι από μια επιφάνεια, καθαρίζω με τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω αρχ. 1. παροξύνω 2. κατασυντρίβω, εξαφανίζω εντελώς 3. φθείρω, κατατρίβω 4. φθείρω με την τριβή, ξεφλουδίζω …   Dictionary of Greek

  • εξάγνυμι — ἐξάγνυμι (Α) [άγνυμι] κατασυντρίβω («ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ» σαν λιοντάρι που χυμάει στα βόδια και συντρίβει τελείως τον αυχένα, Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”